- ἀνεῳγμένος
- ἀνοίγνυμιopenperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τάφος — Πόλη της αρχαίας Κεφαλληνίας. Oνομαζόταν και Ταφιούσσα. Αναφέρεται από τον Στέφανο τον Βυζάντιο. * * * (I) ο, ΝΜΑ λάκκος στη γη ή χώρος λαξευτός ή κτιστός όπου θάβεται ο νεκρός, μνήμα (α. «ο τάφος τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ… … Dictionary of Greek
ԱՐՁԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0365 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ἁνείμενος, ἁνεώγμενος, ἅφετως , ἁπόλυτος, μαλακός եւն. solutus, dimissus, absolutus, liber, mollis եւն. (ʼի Առ Ձիգ. առձգեալ.) Լոյծ, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱՑ — I. (բացաւ, բացօք, ʼի բաց.) NBH 1 469 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c ա. Որպէս Բացեալ. անփակ. անծածկելի. ἁνεώγμενος, ἁποκεκαλύμμενος, ἁκατακάλυπτος apertus, revelatus բաց ... *Դուռն իմ բա՛ց էր ամենայն եկելոց: Եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)